- προσεχώρεον
- προσχωρέωgo toimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)προσχωρέωgo toimperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσχωρώ — προσχωρῶ, έω, ΝΑ 1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.) 2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα τής αντιπολίτευσης» β.… … Dictionary of Greek